- αεροχτυπιέμαι
- αεροχτυπήθηκα, αεροχτυπημένος, προσβάλλομαι από τα αερικά (δαιμονικά): Όλοι στο χωριό πίστευαν πως ήταν αεροχτυπημένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροχτυπιέμαι — και αγεροχτυπιέμαι 1. χτυπιέμαι απ’ τον άνεμο, ανεμοδέρνομαι 2. χτυπιέμαι από αερικό, προσβάλλομαι από δαιμόνια 3. (μτχ.) αεροχτυπημένος και αγεροχτυπημένος, η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από αερικά, από δαιμόνια, ο δαιμονισμένος … Dictionary of Greek
αεροχτυπημένος — και αγεροχτυπημένος, η, ο βλ. αεροχτυπιέμαι … Dictionary of Greek